- στερνοδυνία
- η, Ν(εσφ. τ.) βλ. στερνωδυνία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στερνωδυνία — και εσφ. τ. στερνοδυνία, η, Ν άλγος στο στέρνο και μάλιστα στην οπίσθια πλευρά του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. sternodynie (< στέρνον + οδύνη + ία)] … Dictionary of Greek